εξαχρειωτικός

εξαχρειωτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί εξαχρείωση, ο εξευτελιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Δημήτριο Βικέλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαχρειωτικός — ή, ό επίρρ. ά που εξαχρειώνει, που προκαλεί εξαχρείωση, εκφαυλιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”